- καθετηριασμός
- οκαθετηρίαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθετηριασμός — ο καθετηρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σοντάρισμα — το, Ν [σοντάρω] 1. μέτρηση τού βάθους θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με τη σόντα 2. δειγματοληψία τού θαλάσσιου βυθού 3. δειγματοληψία που γίνεται στο βάθος σάκου ενός προϊόντος με τη σόντα 4. καθετηριασμός … Dictionary of Greek